ἀποικοδομουμένη

ἀποικοδομουμένη
ἀποικοδομέω
cut off by building
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
ἀποικοδομέω
cut off by building
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σαθρόφιλος — η, ο, Ν βιολ. (για οργανισμούς) αυτός που ζει στον χούμο ή σε αποικοδομούμενη οργανική ουσία …   Dictionary of Greek

  • σαπροζωικός — ή, ό, Ν βιολ. (για ζωικό οργανισμό) αυτός που τρέφεται και ζει με αποικοδομούμενη οργανική ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saprozoic (< σαπρός + ζωικός)] …   Dictionary of Greek

  • σαπροπλαγκτόν — το, Ν βιολ. πλαγκτονικοί οργανισμοί που ζουν σε νερά πλούσια σε αποικοδομούμενη οργανική ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saproplangton (< σαπρός + πλαγκτόν)] …   Dictionary of Greek

  • σαπροφάγος — α, ο, Ν 1. βιολ. αυτός που τρέφεται με νεκρή ή σηπόμενη οργανική ύλη 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σαπροφάγα ζωολ. οι ζωικοί οργανισμοί που τρέφονται με νεκρή ή αποικοδομούμενη οργανική ύλη, συμβάλλοντας στην αποσύνθεσή της, όπως είναι οι… …   Dictionary of Greek

  • σαπροφυτικός — ή, ό, Ν βιολ. (για οργανισμό) αυτός που τρέφεται με νεκρή ή αποικοδομούμενη οργανική ύλη. επίρρ... σαπροφυτικώς και σαπροφυτικά με σαπροφυτικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρόφυτο. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Ν. Χλωρό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”